- γουλιάζω
- βλ. γουλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
γουλίζω — και γουλιάζω [γουλί] 1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό 2. πίνω λίγο υγρό … Dictionary of Greek
παραγουλιάζω — 1. χτυπώ χταπόδι πάνω σε πλάκα με δύναμη και κατ επανάληψη προκειμένου να τό καταστήσω μαλακό 2. μτφ. δέρνω άγρια, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γουλιάζω (< γουλί «στρογγυλή λεία πέτρα»)] … Dictionary of Greek